- τοιᾶιδε
- τοιᾷδε , τοιόσδεsuch as thisfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοιαίδε — τοιόσδε such as this fem nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιαίδ' — τοιαίδε , τοιόσδε such as this fem nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπεύδω — και περισπένδω, Α 1. καταδιώκω κάποιον από παντού («τοιαίδε αὐτὸν περιέσπευδον [δ. γρφ. περιέσπενδον] ἀραί», Ιώσ.) 2. τρέχω σε αναζήτηση κάποιου πράγματος, επιδιώκω, αναζητώ κάτι («αἶγες περισπεύδουσαι ἀκάνθαις», Άρατ.) … Dictionary of Greek